- δῷσι
- δίδωμιAër.aor subj act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δῶσι — δίδωμι Aër. aor subj act 3rd pl (epic) δίδωμι Aër. aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῶσ' — δῶσι , δίδωμι Aër. aor subj act 3rd pl (epic) δῶσι , δίδωμι Aër. aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
δωσίδικος — και δοσίδικος, η, ο (Α δωσίδικος) νεοελλ. αυτός που υπάγεται στη δικαιοσύνη, ο υπόλογος αρχ. αυτός που καταφεύγει στη δικαιοσύνη και αποφεύγει την αυτοδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δωσι < μελλ. δώσω τού δίδωμι + δικος < δίκη] … Dictionary of Greek
δωσίλογος — και δοσίλογος, ο, η 1. αυτός που από τον νόμο υποχρεώνεται να λογοδοτήσει μετά το τέλος τής θητείας του 2. εκείνος που διαχειρίζεται εν όλω ή εν μέρει ξένη περιουσία και υποχρεώνεται να δώσει απολογισμό 3. ένοχος συνεργασίας με τα στρατεύματα… … Dictionary of Greek
μισόδικος — μισόδικος, ον (Α) αυτός που αποστρέφεται και αποφεύγει τις δίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + δικος (< δίκη), πρβλ. δωσί δικος, φυγό δικος] … Dictionary of Greek
πόθι — Α επίρρ. 1. πού, σε ποιο μέρος; («πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες»; Ομ. Οδ.) 2. προς τα πού, προς ποιο μέρος; («μὴ νοέων πόθι νίσσομαι», Ανθολ. Παλ.) 3. (ως εγκλιτ. αοριστολ.) που, ίσως («τὸν ὠμόθυμον εἴ ποθι πλαζόμενον λεύσσων», Σοφ.) 4. (ως εγκλιτ.… … Dictionary of Greek
dō- : dǝ-, also dō-u- : dǝu- : du- — dō : dǝ , also dō u : dǝu : du English meaning: to give Deutsche Übersetzung: “geben” Grammatical information: (perfective) Aoristwurzel with secondary present di dō mi. Material: O.Ind. dá dü ti (Aor. á dü m, Opt. dēyüm,… … Proto-Indo-European etymological dictionary